ερυσιβώδης — ες (AM ἐρυσιβώδης, ες) [ερυσίβη] 1. αυτός που πάσχει από ερυσίβη («ερυσιβώδη άνθη») 2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα» για σκληρώτια τού μήκυτα laviceps purpurea … Dictionary of Greek
ἐρυσιβώδη — ἐρυσιβώδης affected with rust neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐρυσιβώδης affected with rust masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐρυσιβώδης affected with rust masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυσιβώδεις — ἐρυσιβώδης affected with rust masc/fem acc pl ἐρυσιβώδης affected with rust masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… … Dictionary of Greek
όλυρα — η (ΑΜ ὄλυρα) νεοελλ. 1. βοτ. φυτό τής οικογένειας αγρωστώδη 2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα» (φαρμ.) ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα σκληρώτια μύκητα τού γένους κλάβιτσεψ, που περιέχουν διάφορες αλκαλοειδείς κυρίως ουσίες, όπως εργοταμίνη,… … Dictionary of Greek